Μία από τις συχνότερες αιτίες προσέλευσης στο ιατρείο είναι η κολπική μαρμαρυγή. Πρόκειται για τη συνηθέστερη μορφή υπερκοιλιακής αρρυθμίας, ιδιαίτερα σε ηλικίες άνω των 65 ετών. Στόχος αρχικά είναι η εκτίμηση του υποστρώματος, στο οποίο εμφανίζεται, ώστε να μπορέσουμε να επιλέξουμε την κατάλληλη θεραπευτική προσέγγιση. Ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας είναι η χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής μιας και η κολπική μαρμαρυγή μπορεί να οδηγήσει σε θρομβοεμβολικά επεισόδια με δραματικές συνήθως επιπτώσεις στη ζωή των ασθενών. Στη συνέχεια και εφόσον μιλάμε για παροξυσμική κολπική μαρμαρυγή προτιμητέα στρατηγική είναι η επιθετική διατήρηση του φλεβοκομβικού ρυθμού με τη χορήγηση αντιαρρυθμικών φαρμάκων.
Δε σημαίνει όμως ότι αυτή είναι και η μοναδική μας επιλογή. Ιδιαίτερα σε νεότερους, δραστήριους ασθενείς ή σε περίπτωση αποτυχίας της αντιαρρυθμικής αγωγής θα πρέπει γρήγορα να κατευθυνόμαστε στην επεμβατική θεραπεία (catheter ablation) της απομόνωσης των πνευμονικών φλεβών (PVI). Πρόκειται για καθιερωμένη πλέον επέμβαση με υψηλά ποσοστά επιτυχίας (60-70%) ιδιαίτερα σε Κέντρα Ηλεκτροφυσιολογίας με μεγάλο αριθμό περιστατικών (high volume centers). Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια για την επίτευξη καλού αποτελέσματος είναι η έγκαιρη παραπομπή. Σε αντίθετη περίπτωση και εφόσον ο ασθενής μεταπέσει σε εμμένουσα κολπική μαρμαρυγή οι θεραπευτικές δυνατότητες διατήρησης του φλεβοκομβικού ρυθμού περιορίζονται σημαντικά.
Για τους ασθενείς εκείνους που βρίσκονται σε μόνιμη κολπική μαρμαρυγή στόχος είναι η ρύθμιση της καρδιακής συχνότητας ώστε να μειωθεί και η συμπτωματολογία. Συγκεκριμένα οι σφύξεις θα πρέπει να βρίσκονται < 110/min ενώ σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια < 80/min.
Κεντρικό τέλος ρόλο στην επιτυχή προσέγγιση και αντιμετώπιση της αρρυθμίας κατέχει η τακτική επαφή του ασθενούς με τον Καρδιολόγο ώστε να επανεκτιμάται με ακρίβεια κάθε φορά το αρρυθμιολογικό φορτίο , η κλινική συμπτωματολογία , η παρουσία αναστρέψιμων αιτιών και ακολούθως να επιλέγεται (μαζί με τον ασθενή) η ενδεδειγμένη θεραπεία.