Είναι κοινή διαπίστωση τα τελευταία χρόνια ότι ο αριθμός των μεγαλύτερης ηλικίας (> 35 ετών) ερασιτεχνών αθλητών αυξήθηκε ραγδαία. Σ’ αυτό συνέβαλε τόσο η ευρεία ενημέρωση του κοινού για τα οφέλη της άσκησης στο καρδιαγγειακό σύστημα όσο και η υψηλού επιπέδου διοργάνωση αθλητικών γεγονότων στον ελλαδικό χώρο.

Η πρόκληση για τον κλινικό Καρδιολόγο στις συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού είναι η αναγνώριση των ατόμων εκείνων που εκτίθενται σε κίνδυνο κατά τη διάρκεια της άσκησης. Έτσι προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία ο γνωστός σε όλους μας προαθλητικός έλεγχος, δηλαδή η ενδελεχής κλινική εξέταση και το Ηλεκτροκαρδιογράφημα. Επί παθολογικών αποτελεσμάτων θ’ ακολουθήσουν πιο ειδικές εξετάσεις όπως το υπερηχοκαρδιογράφημα, η δοκιμασία κόπωσης (ακόμη καλύτερα CPET), η καταγραφή του καρδιακού ρυθμού μακράς διαρκείας ή ακόμη και επεμβατικές εξετάσεις (στεφανιογραφία, ηλεκτροφυσιολογική μελέτη).

Ειδική κατηγορία αθλητών είναι εκείνοι με εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο, όπως ασθενείς μετά από οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου ή αγγειοπλαστική. Έχοντας υπόψη μας και τις πρόσφατες Κατευθυντήριες Οδηγίες της ESC μπορούμε να προχωρήσουμε σε μία εξατομικευμένη προσέγγιση, δηλαδή αξιολόγηση επικίνδυνων χαρακτηριστικών (χρόνος από την τελευταία αγγειοπλαστική ή Bypass < 12 μήνες,  επικίνδυνες κοιλιακές αρρυθμίες, ισχαιμία στη μέγιστη κόπωση, κλάσμα εξώθησης αρ. κοιλίας < 50%, παρουσία σημαντικών στενώσεων στα στεφανιαία αγγεία) και ακολούθως να συνταγογραφήσουμε με ακρίβεια τη συχνότητα, την ένταση, τη διάρκεια και τον τύπο της προτεινόμενης άσκησης. Η επανεξέταση σε τακτά διαστήματα (συνήθως 3-6 μηνών) διασφαλίζει τη σταδιακή μετάβαση σε υψηλότερου επιπέδου άσκηση αποφεύγοντας δυσάρεστες επιπλοκές.

Συνοψίζοντας θεωρώ ότι έχουμε πλέον σαν καρδιολογική κοινότητα περισσότερα δεδομένα και tool kits στη διάθεσή μας ώστε να κατευθύνουμε τους μεγαλύτερους σε ηλικία αθλητές. Ο προαθλητικός έλεγχος δεν περιορίζει την επιλογή στην άσκηση, αντίθετα σώζει ζωές.